Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Ο σκοτεινός «εθνάρχης»... ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ (κ. Τριανταφυλλίδη)...


Γράφει ο ΙΟΣ, μέσω Σίβυλλα

Ηδιαφαινόμενη μετατόπιση της πολιτικής σκηνής προς τα δεξιά επικυρώθηκε συμβολικά, στις 6 Μαρτίου, με την ομόθυμη εξύμνηση του ιδρυτή της Ν.Δ .από τις ηγεσίες κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι αντιδράσεις μιας μερίδας της Αριστεράς στην αναγόρευση του Κωνσταντίνου Καραμανλή σε καθολικό σημείο αναφοράς διασκεδάστηκαν ως αδικαιολόγητη εμμονή σε ξεπερασμένους διαχωρισμούς του παρελθόντος. Είναι όμως έτσι;

Από μια άποψη, θα 'πρεπε να το περιμένουμε. Η αγιοποίηση του Καραμανλή προωθείται εδώ και καιρό από το ομώνυμο ίδρυμα που σύστησε... 



ο ίδιος το 1983, με αποκλειστικό σκοπό, όπως εξηγεί ο πρώτος πρόεδρός του, «να βοηθήσει στην υστεροφημία του» και -ταυτόχρονα- «στην ιστορική έρευνα των ετών που αυτός πρωταγωνίστησε στον πολιτικό στίβο» (Κων/νος Τσάτσος, «Λογοδοσία μιας ζωής», Αθήνα 2001, σ. 462).

Η σταδιοδρομία του ιδρυτή της Ν.Δ. περιέχει όμως πάμπολλα σκοτεινά σημεία, εξαιρετικά επίκαιρα, μάλιστα: λεηλασία των ασφαλιστικών ταμείων διά της μετατροπής των αποθεματικών τους σε δάνεια προς τους ιδιώτες «επενδυτές», «αναστολή πάσης διώξεως Γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών πολέμου» (ΝΔ 4016/59), οικονομικά σκάνδαλα διαφόρων «κουμπάρων» ή και μελών της οικογένειας Καραμανλή (βλ. δίπλα). Η «αποικιακή» σύμβασή του με την Πεσινέ υποχρέωσε τη ΔΕΗ να παρέχει στην εταιρεία τεράστιες ποσότητες ρεύματος σε εξευτελιστική τιμή για 50 χρόνια, προκαλώντας την οργή ακόμη και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, που διακήρυξε τότε ότι «καμία υπογραφή και καμία σύμβασις δεν είναι δυνατόν να υποχρεώση τον Ελληνικόν λαόν εις το διηνεκές να είναι φόρου υποτελής εις ορισμένους έξυπνους κυρίους της αλλοδαπής» (30.11.1960). Τελικά ο Καραμανλής γλίτωσε το ειδικό δικαστήριο γι’ αυτή την υπόθεση μόνο και μόνο επειδή η Βουλή αποφάνθηκε, το 1965, ότι το αδίκημα είχε παραγραφεί.

Η σκοτεινότερη πτυχή της βιογραφίας του, που θα μας απασχολήσει εδώ, αφορά ωστόσο τη διαχρονικά προβληματική σχέση του «εθνάρχη» με τη δημοκρατία.

Η πολιτική ως «ψυχολογικός πόλεμος»

Η ανάρρηση του Καραμανλή στην κορυφή της πολιτικής ξεκίνησε με την αυθαίρετη επιβολή του ως ηγέτη της Δεξιάς από τον βασιλιά Παύλο, που το 1955 τον διόρισε πρωθυπουργό, παρακάμπτοντας τόσο τις εσωτερικές διαδικασίες του κυβερνώντος κόμματος όσο και τον διάδοχο που είχε χρίσει ο εκλιπών προκάτοχός του, στρατάρχης Παπάγος. Η φημολογούμενη απόδοση της πρωθυπουργοποίησής του στις ανορθόδοξες σχέσεις που είχε καλλιεργήσει με τα Ανάκτορα δεν είναι φυσικά δυνατόν να επαληθευτεί. Απολύτως τεκμηριωμένο είναι, αντίθετα, το γεγονός πως η CIA είχε ενημερωθεί από τον βασιλιά για τον επικείμενο διορισμό του δύο ολόκληρες βδομάδες πριν από τον θάνατο του Παπάγου. Η επιλογή του έγινε ευμενώς δεκτή από την Ουάσινγκτον, καθώς ο Καραμανλής είχε ήδη βολιδοσκοπηθεί από τον Αμερικανό πρέσβη και θεωρούνταν διατεθειμένος «να βάλει “μετά τιμής” το Κυπριακό στο ράφι» («Foreign Relations of the United States 1955-57», τ. 24, Ουάσινγκτον 1989, σσ. 542-5).

Εξίσου προβληματικό, από άποψη δημοκρατικής νομιμοποίησης, υπήρξε και το επόμενο βήμα. Ο Καραμανλής ξεκίνησε την ηγετική διαδρομή του με μια ξεκάθαρη ήττα, που ένα τερατώδες εκλογικό σύστημα μετέτρεψε σε κοινοβουλευτική επικράτηση: Στις εκλογές της 19.2.1956 το κόμμα του (ΕΡΕ) ήρθε δεύτερο, με 47,38% έναντι 48,15% της κεντροαριστερής Δημοκρατικής Ενωσης, έβγαλε όμως 165 βουλευτές έναντι 135 των αντιπάλων του. Το θαύμα οφειλόταν στο ιδιόμορφο «τριφασικό» σύστημα που ο ίδιος είχε θεσπίσει: πλειοψηφικό στις μικρές περιφέρειες, σχεδόν πλειοψηφικό στις μεσαίες και αναλογικό στις μεγάλες (Αθήνα – Πειραιά – Θεσ/νίκη – Λάρισα), όπου υπερείχε σαφώς η Κεντροαριστερά.

Ως άτομο, ο εθνάρχης δε διακρινόταν ιδιαίτερα για τις δημοκρατικές ευαισθησίες του. «Η πολιτική δεν είναι παρά πόλεμος ψυχολογικός, που δεν τον κερδίζει παρά εκείνος ο οποίος εμπνέει πεποίθησιν και αν θέλης και φόβον», έγραφε το 1965 στον διάδοχό του Παναγιώτη Πιπινέλη («Αρχείο», τ. 6ος, σ. 199). Μιαν άλλη πτυχή της ιδιοσυγκρασίας του σκιαγραφεί στα απομνημονεύματά του ο στενός συνεργάτης του Κων/νος Τσάτσος: «Ο Καραμανλής ποθούσε ο επί του Τύπου Υπουργός να κατευθύνει τις εφημερίδες και ο επί της Δικαιοσύνης τους δικαστές στα θέματα του Τύπου» (όπ.π., σ. 337).

Ενα πρώτο δείγμα αυταρχισμού πρόσφερε η καταστολή των διαδηλώσεων του 1956 για το Κυπριακό με πραγματικά πυρά και αποτέλεσμα τον θάνατο τριών τουλάχιστον διαδηλωτών. Η κορύφωση ήρθε, ωστόσο, μετά τις εκλογές του 1958, όταν η ΕΔΑ αναδείχθηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση με 24,4% των ψήφων. Ο Καραμανλής απάντησε σ’ αυτή την αριστερή στροφή του εκλογικού σώματος διορίζοντας ένα στέλεχος της μεταξικής δικτατορίας, τον Ευάγγελο Καλαντζή, ως υφυπουργό Ασφαλείας: «Η ΕΔΑ έβγαλε 79 βουλευτάς. Σε θεωρώ ικανό και κατάλληλον να την αντιμετωπίσης τόσον εις την Βουλήν, όσο και εκτός της Βουλής», ήταν οι οδηγίες που του έδωσε (Ευ. Καλαντζής, «Σαράντα χρόνια αναμνήσεις», Αθήνα 1969, σ. 133). Το εναρκτήριο λάκτισμα δόθηκε στις 3 Ιουλίου, με την εισβολή της αστυνομίας στα κεντρικά γραφεία του κόμματος. Ακολούθησε στις 5 Δεκεμβρίου η σύλληψη του Μανόλη Γλέζου, οργανωτικού γραμματέα της ΕΔΑ και διευθυντή της «Αυγής», με την κατηγορία της… κατασκοπίας και η καταδίκη του σε πενταετή κάθειρξη για τη μη κατάδοση παράνομων στελεχών του ΚΚΕ (22.7.1959).

Δεν ήταν παρά η κορυφή του παγόβουνου, όσων θα τραβούσε ο ανώνυμος κόσμος της Αριστεράς. «Από την επομένη των εκλογών του 1958 ελήφθησαν σκληρά μέτρα κατά των οπαδών της ΕΔΑ», διαβάζουμε στις αναμνήσεις ενός χωροφύλακα της εποχής. «Οι αριστεροί καλούνταν στις αστυνομικές αρχές και τους ζητούσαν φορτικά να υπογράψουν δηλώσεις αποκήρυξης του ΚΚΕ και των παραφυάδων του. Οσοι αρνούνταν να υπογράψουν δηλώσεις και εξεδήλωναν την αντίθεσή τους στα καταπιεστικά μέτρα των αρχών, ξυλοφορτώνονταν άγρια» (Ναπολέων Δοκανάρης, «Η μεταπολεμική Ελλάδα», Ιωάννινα 2004, σ. 116).

Μέρος της ίδιας πολιτικής υπήρξε η σύσταση του διαβόητου «παρακράτους», ενός πλέγματος κρατικών υπηρεσιών και κρατικοδίαιτων φασιστικών οργανώσεων με αποστολή τη βίαιη πάταξη της Αριστεράς. Η εξωθεσμική εκτροπή αποφασίστηκε την επαύριο των εκλογών του 1958 σε μια σύσκεψη του Καραμανλή και συνεργατών του στην Κηφισιά. Την καθοδήγησή της ανέλαβε αρχικά μια «αφανής επιτροπή» υπουργών: Ευάγγελος Αβέρωφ (Εξωτερικών), Κων/νος Τσάτσος (Προεδρίας), Αριστείδης Δημητράτος (Εργασίας), Ευάγγελος Καλαντζής (Ασφαλείας), συν ο αρχηγός της ΚΥΠ Αλέξανδρος Νάτσινας. Τον Αύγουστο του 1960 τη διαδέχθηκε, με απόφαση πάλι του Καραμανλή, μια «Δευτεροβάθμια Συντονιστική Επιτροπή» αποτελούμενη κυρίως από στρατιωτικούς, με γραμματέα τον μετέπειτα δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο. Αποκορύφωμα της δράσης του παρακράτους αποτέλεσαν οι εκλογές απροκάλυπτης βίας και νοθείας του 1961, με τις οποίες η ΕΔΑ επανήλθε στην τρίτη θέση και ο εθνάρχης διασφάλισε μιαν ακόμη θητεία στα ηνία της χώρας.

Ακολούθησε η απόπειρα μονιμότερης θεσμικής σκλήρυνσης, με την εξαγγελία (21.2.1963) μιας συνταγματικής «βαθείας τομής» που πρόβλεπε την απαγόρευση της «καταχρηστικής» άσκησης των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, απαγόρευση της απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων, περιορισμό του δικαιώματος έκδοσης εφημερίδων, μη υπαγωγή των πολιτικών εγκλημάτων στα ορκωτά δικαστήρια, σύσταση ειδικού δικαστηρίου για την απαγόρευση όσων κομμάτων «κατατείνουν εις την ανατροπήν των θεμελιωδών αρχών του πολιτεύματος», ακόμη και ποινικοποίηση των αγορεύσεων ή της ψήφου των βουλευτών στο Κοινοβούλιο. Στόχος της αναθεώρησης ήταν η λήψη «ριζοσπαστικών μέτρων» για την επιτάχυνση της «οικονομικής αναπτύξεως», με το σκεπτικό πως «η κοινοβουλευτική μηχανή απέβη τροχοπέδη εις την αντιμετώπισιν των απαιτήσεων της εποχής».

Ευτυχώς για τον τόπο, ο Καραμανλής δεν πρόλαβε να επιφέρει τη «βαθιά τομή» του στο σώμα τής (έστω και καχεκτικής) ελληνικής Δημοκρατίας. Οταν τον Μάιο του 1963 το παρακράτος δολοφόνησε τον αριστερό βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη και η ανάκριση άρχισε να ξηλώνει τον μίτο των «αφανών» δικτύων που είχαν υφανθεί το 1958, παραιτήθηκε και την κοπάνησε στο Παρίσι με το ψευδώνυμο «Τριανταφυλλίδης».

Η σκοτεινή επταετία

Ολα αυτά είναι γνωστά και παραδεκτά απ’ όλους, εκτός από τον σκληρό πυρήνα της Ν.Δ. και τους κατ’ επάγγελμα υμνητές του εκλιπόντος. Διαφορετική είναι όμως η αντιμετώπιση της δεύτερης, μεταπολιτευτικής καραμανλικής πρωθυπουργίας (1974-80). Σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη, που εξέφρασε και ο Αλέξης Τσίπρας κατά την πρόσφατη ομιλία του στο Ιδρυμα, το 1974 επέστρεψε από το Παρίσι «ένας άλλος Καραμανλής»: δημοκρατικός, εκσυγχρονιστής, ακόμη και «σοσιαλμανής», όπως τον κατηγόρησε τότε ο ΣΕΒ.

Στην πραγματικότητα, αυτή η αποτίμηση παρουσιάζει ως «αλλαγή» του Καραμανλή τις ριζικά διαφορετικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες των δυο εποχών. Ο «εθνάρχης» παρέμεινε εξίσου αντιδημοκράτης όπως πάντα, ήταν όμως αρκετά ευφυής για ν’ ανεχθεί σε κάποιο βαθμό την πάνδημη απαίτηση για πραγματικό εκδημοκρατισμό, προτού επιχειρήσει να ξανακινηθεί στην κατεύθυνση της «βαθιάς τομής» του 1963.

Εξαιρετικά εύγλωττα είναι τα σχέδια που ο ίδιος εκπόνησε στη διάρκεια της δικτατορίας, για την επιθυμητή μετάβαση από τη χούντα σ’ ένα καθεστώς ελεγχόμενης δημοκρατίας. Καταγεγραμμένα στον (εμφανώς λογοκριμένο αλλά παρ' όλα αυτά αποκαλυπτικότατο) έβδομο τόμο του δημοσιευμένου «Αρχείου» του και σε μια σειρά άλλες πηγές, θα έπρεπε ν’ αποτελούν κτήμα του σημερινού πολιτικοποιημένου Ελληνα. Δυστυχώς, όμως, το κυριολεκτικό «θάψιμό» τους από την οργανωμένη αγιογραφία του «εθνάρχη» έχει καθηλώσει τη συλλογική μνήμη στο επίπεδο των επετειακών τηλεοπτικών αφιερωμάτων.

Από το Παρίσι, ο Καραμανλής την επομένη της 21ης Απριλίου 1967 εξέφρασε μεν δημόσια τη «λύπη» του «διά την δραματικήν τροπήν την οποίαν έλαβεν η εν Ελλάδι κατάστασις», απέφυγε όμως προσεκτικά οποιαδήποτε καταδίκη των πραξικοπηματιών, καταλογίζοντάς τους μάλιστα διακριτικά «το ελαφρυντικόν της συγχύσεως». Ως μοναδικό υπεύθυνο της τραγωδίας κατήγγειλε τον… Γεώργιο Παπανδρέου, που «διέπραξε το σφάλμα να εξαπολύση θύελλαν παθών και απειλών θεσμούς και πρόσωπα να δημιουργήση το κλίμα το οποίον εξέθρεψε το σημερινόν πραξικόπημα».

Οι διατυπώσεις αυτές δεν ήταν τυχαίες. Αποτελούσαν το πρώτο βήμα για μια υπόγεια επαφή με τη χούντα, με στόχο την ανάδειξη του ίδιου σε πρωταγωνιστή της επιθυμητής μετάβασης. Στις 20.6.1967 ο Καραμανλής στέλνει έτσι συγχαρητήρια επιστολή στον χουντικό «πρωθυπουργό» Κόλλια, εκτιμώντας ότι κάποιες δηλώσεις του «επιβεβαιώνουν την θέλησιν της Κυβερνήσεως όπως αποκαταστήση την ομαλότητα, και μάλιστα επί υγιεστέρων βάσεων, διά του εκσυγχρονισμού του πολιτεύματος της χώρας». Θεωρεί πως οι πραξικοπηματίες «εκινήθησαν με αγαθάς προθέσεις», «δεν αποκρύπτει» όμως την ανησυχία του «ότι ήτο δυνατόν να εκτραπή η επανάστασις προς επιδιώξεις αντιθέτους προς την αποστολήν της», προσδίδοντας «εις την μεταβολήν του παρελθόντος Απριλίου κάποια μορφή μονίμου καθεστώτος». Συνιστά, ως εκ τούτου, στην «Επαναστατικήν Κυβέρνησιν» να εμπιστευθεί την πρωτοβουλία των εξελίξεων στο βασιλιά («Αρχείο», τ. 7ος, σσ. 28-9).

Το σχέδιό του για τη διαδοχή αναλύεται σε επιστολή του προς τον Κωνσταντίνο (9.11.1967): «Παράλληλα προς την προσπάθειαν της απομακρύνσεως των επαναστατών», συμβουλεύει, «θα πρέπει να παρασκευάσητε ή τουλάχιστον να σχεδιάσητε κατά νουν την Κυβέρνησιν η οποία θα διαδεχθή την παρούσαν κατάστασιν και θα οδηγήση σταδιακώς και ακινδύνως την χώραν εις την ομαλότητα. Η Κυβέρνησις αυτή θα πρέπει να είναι ικανή να κρατήση πλήρη τον έλεγχον της καταστάσεως, δεδομένου ότι η απομάκρυνσις των επαναστατών θα δημιουργήση πιθανότατα κλίμα επικίνδυνον. Αλλά, προ παντός, θα πρέπει να είναι ικανή να πραγματοποιήση την μεταρρυθμιστικήν εκείνην επανάστασιν της οποίας έχει ανάγκην η χώρα». Χωρίς εκλογές και «ασκούσα εκτάκτους εξουσίας», όφειλε ν’ αναδομήσει μέσα σ’ ένα χρόνο την ελληνική κοινωνία: να καταρτίσει «αυστηρόν» Σύνταγμα θεσπίζοντας «την κυβερνουμένην αντί της κυβερνώσας Δημοκρατίας», «να αναδιοργανώση την διοίκησιν και την παιδείαν», «να εξυγιάνη διά ριζικών και αντιδημοτικών μέτρων την οικονομίαν της χώρας», «να λύση το Κυπριακόν» και, τέλος, «να διεξαγάγη δημοψήφισμα και εν συνεχεία εκλογάς με το κατάλληλο διά τας περιστάσεις εκλογικόν σύστημα» (όπ.π., σσ. 42-4). Με δυο λόγια, ο Καραμανλής αυτοπροτεινόταν ως ικανότερος υποψήφιος για την εφαρμογή του «γύψου» που είχε ήδη επιβάλει ο Παπαδόπουλος.

Η προοπτική υλοποίησης του σχεδίου εκμηδενίστηκε απ’ το οπερετικό βασιλικό κίνημα της 13.12.1967 και τη φυγή του Κωνσταντίνου στο εξωτερικό. Ομως ο εθνάρχης δεν το 'βαλε κάτω. «Μετά την εκδίωξιν της Χούντας δεν επιθυμώ την επάνοδον του παλαιού αμαρτωλού καθεστώτος», διαβεβαιώνει στις 19.5.1969 τον αυλάρχη του βασιλιά. «Διά τούτο, είμαι της γνώμης ότι εκλογαί δεν πρέπει να γίνουν αμέσως, πρέπει να προηγηθεί ένα συμμάζεμα» (Παπάγος 1999, σ. 173).

Την ίδια συνταγή εισηγείται και σε διάφορους παράγοντες που συνδέονται με το καθεστώς. «Η επανάστασις, άπαξ και εγένετο, προσφέρει μίαν ευκαιρίαν ανασυντάξεως της ζωής του έθνους», διαβάζουμε σε επιστολή του προς τον αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο (6.9.1969). «Η ευκαιρία αυτή θα πρέπη να αξιοποιηθή διά να καταστή εις το μέλλον δυνατή η λειτουργία της Δημοκρατίας εις τον τόπον μας. Και θα αξιοποιηθή εάν η επανάστασις: 1) Πιστέψη ειλικρινώς εις τον μεταβατικόν της χαρακτήρα. 2) Λάβη τα αναγκαία και γνωστά εις όλους μας μέτρα διά την εξυγίανσιν της εθνικής μας ζωής, αδιαφορούσα διά την δημοτικότητά της. 3) Καταρτίση Σύνταγμα της κυβερνουμένης αντί της κυβερνώσης Δημοκρατίας, και 4) δημιουργήση τας προϋποθέσεις ακινδύνου επανόδου εις την ομαλότητα. Διότι δεν θα σημαίνη βέβαια αποκατάστασιν της ομαλότητος η επάνοδος εις την υφισταμένην προ του κινήματος κατάστασιν» («Καθημερινή», 17.4.2005).

Αυτή η εμμονή με το όραμα της «κυβερνουμένης και ουχί κυβερνώσης Δημοκρατίας» θα διαρκέσει μέχρι τέλους. Το διαπιστώνουμε από μια συνομιλία του εθνάρχη με τον καθηγητή Θεόδωρο Κουλουμπή (18.4.1972), όπως καταγράφεται στο ημερολόγιο του τελευταίου: «Εχει την αίσθηση ότι η διάδοχη της χούντας κατάσταση θα πρέπει να είναι μια κυβέρνηση με ενισχυμένες εξουσίες (μια άλλη χούντα;) η οποία θα φροντίσει για την ομαλή μετάβαση και δεν θα επιτρέψει στο ‘πεζοδρόμιο’ να πάρει τον έλεγχο της κατάστασης και να οδηγήσει τη χώρα στο χάος». Συμπέρασμα του καθηγητή ήταν πως «ο Καραμανλής αντιπροσωπεύει την πραγματική γέφυρα με τη χούντα» για μια διατεταγμένη μεταπολίτευση («Σημειώσεις ενός πανεπιστημιακού», Αθήνα 2001, σσ. 142 και 147).

Η υποψηφιότητά του αυτή ερμηνεύει και τη συνειδητή αποφυγή κάθε αντιστασιακής κίνησης, που θα έθετε σε κίνδυνο το προφίλ του ως διαμεσολαβητή. «Δεν βλέπει την ανάγκη να κάνει ή να πει ο,τιδήποτε τώρα», σημειώνει στο ημερολόγιό του ο αυλάρχης του Κωνσταντίνου, ύστερα από μια συνάντησή τους (4.4.1968). «Το αυτό συνιστά να κάνει και ο Βασιλεύς. Επί του παρόντος, τίποτε απολύτως» (Παπάγος 1999, σ. 84). Σε όσους δηλώνουν απογοητευμένοι από την αδράνειά του, προφασίζεται μισοκακόμοιρα αδυναμία: «Πώς να διεξάγω τον αγώνα; Με τον Μητσοτάκη, τον οποίον δεν θέλουν καν να ακούσουν στην Ελλάδα, ή με το σωφέρ μου, τον Θόδωρο;» (σ. 199). Εξίσου εύγλωττη είναι και μια άλλη μέριμνά του: «Πρέπει να αρχίσει η έρευνα διά την εξεύρεση οικονομικών μέσων, διότι χωρίς αυτά δεν γίνεται τίποτε. Είναι ατύχημα ότι σχεδόν όλοι οι εφοπλιστές έχουν προσχωρήσει στη χούντα. Δεν αποκλείεται, όμως, να αναλογιστούν και το αύριο» (σ. 185).

Η μακρόσυρτη Μεταπολίτευση

Αυτό το «αύριο» ήρθε με την κατάρρευση της χούντας στις 23 Ιουλίου 1974, ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής που η ίδια προκάλεσε ανατρέποντας το Μακάριο. Η πανικόβλητη παράδοση της εξουσίας από το στρατό σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, στην οποία μετείχαν όλοι οι πολιτικοί του Κέντρου και της Δεξιάς, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά της τομής. Ο Καραμανλής κλήθηκε απλώς την τελευταία στιγμή, αφού είχε ήδη αποφασιστεί ο σχηματισμός της κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο.

Τα σχέδιά του περί «κυβερνουμένης δημοκρατίας» δεν ήταν, ωστόσο, δυνατόν να εφαρμοστούν, για δυο κυρίως λόγους:

* Η λαϊκή εξέγερση του Πολυτεχνείου μπορεί να μην ανέτρεψε τη χούντα, είχε ωστόσο καταστήσει σαφή την αδυναμία ομαλού αυτομετασχηματισμού του καθεστώτος, δίχως πραγματική αποκατάσταση των λαϊκών ελευθεριών.

* Η κυπριακή τραγωδία είχε απονομιμοποιήσει πλήρως τους μηχανισμούς της εθνικοφροσύνης, πάνω στους οποίους θα στηριζόταν αναγκαστικά η διαχείριση μιας συντεταγμένης μετάβασης.

Ο Καραμανλής ανέχτηκε έτσι αναγκαστικά την πολύ περισσότερες ελευθερίες απ’ ό,τι ο ίδιος επιθυμούσε, προσπάθησε όμως τα κατοπινά χρόνια ν’ αναιρέσει αυτό το «άνοιγμα» με την υιοθέτηση όλο και πιο αυταρχικών μέτρων – από τον αντεργατικό Ν. 330/76, βάσει του οποίου τσακίστηκε ο εργοστασιακός συνδικαλισμός, μέχρι την αποτυχημένη απόπειρα αναβίωσης των εκτοπίσεων, τον Νοέμβριο του 1976. Τυπική αποκρυστάλλωση αυτής της σταδιακής σκλήρυνσης συνιστά η αντιμετώπιση της επετειακής πορείας του Πολυτεχνείου: ανενόχλητη το 1974-75, περιορίστηκε το 1976 μέχρι τη Βουλή κι απαγορεύθηκε εντελώς το 1977, με ανελέητο ξυλοδαρμό όσων δοκίμασαν να την πραγματοποιήσουν.

Αντιμέτωπος με το φάσμα μιας βέβαιης ήττας στις εκλογές του 1981, θα σκαρφαλώσει το 1980 στην προεδρία της Δημοκρατίας. Με την κίνηση αυτή, εξηγεί ο προκάτοχος και στενός συνεργάτης του, «διαφυλασσόταν ως ένα τελευταίο έρρεισμα της πολιτικής μας ζωής», ως «ο μοναδικός ανασχετικός φραγμός στη γνωστή αριστερή πολιτική του Πασόκ» (Τσάτσος, όπ.π., σσ. 471-2). Για τον σκοπό αυτό, διαπιστώνουμε από το (αγρίως λογοκριμένο) σχετικό τμήμα του «Αρχείου» του, εκτός από τις συνταγματικές υπερεξουσίες με τις οποίες ο ίδιος είχε εφοδιάσει το θεσμό (απόλυση πρωθυπουργού κ.λπ.), επέσειε επίσης το φόβητρο ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος (βλ. «Ιός» 22.7.2007).

Η Μεταπολίτευση δεν θα ολοκληρωθεί έτσι παρά στις 9 Μαρτίου 1985, με την αιφνιδιαστική ανακοίνωση του Ανδρέα Παπανδρέου ότι δεν θα συμβάλει στην επανεκλογή του. Η αναίμακτη αποκαθήλωση του «εθνάρχη» παρείχε την οριστική επιβεβαίωση πως η Ελλάδα ήταν όντως πλέον μια φυσιολογική δημοκρατία.
-————————————————————————————–

Το σκανδαλώδες υπόβαθρο του Ιδρύματος

Το Ιδρυμα Καραμανλή στεγάζεται από το 1987 σε οικόπεδο της Φιλοθέης το οποίο, όπως υπενθυμίζει ο ιστότοπός του, «προσέφερε ο ίδιος» ο εθνάρχης «ταυτόχρονα με την κατάθεση του προσωπικού του αρχείου». Αυτό που δεν λέγεται είναι πως η αγορά αυτού του οικοπέδου το 1957 από τον τότε πρωθυπουργό θεωρήθηκε καραμπινάτο σκάνδαλο, που ο αντιπολιτευόμενος Τύπος της εποχής θεωρούσε ικανό να θέσει τέρμα στην πολιτική του σταδιοδρομία.

Η αγορά των 6 στρεμμάτων (11.000 «πήχεων») έγινε στις 11.4.1957 από τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό Υπαλλήλων της Εθνικής Τραπέζης (του οποίου ο ίδιος ο Καραμανλής δεν ήταν μέλος), στην εξευτελιστική τιμή των 34 δρχ./πήχη, ενώ η τιμή αγοράς στην περιοχή ανερχόταν σε 200 δρχ. Βάσει του συμβολαίου, ο μεν συνεταιρισμός ανέλαβε να περιβάλει ιδίοις εξόδοις το επίμαχο οικόπεδο με τους απαραίτητους δρόμους, ο δε πρωθυπουργός απόλαυσε εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής. Εναν χρόνο νωρίτερα, άλλα 2 στρέμματα είχαν παραχωρηθεί με παρόμοιους όρους στη νύφη του Αλίκη, μητέρα του Κώστα Καραμανλή τζούνιορ. Τα μέλη του συνεταιρισμού δεν δικαιούνταν, αντίθετα, ν’ αγοράσουν παρά ένα μόνο στρέμμα – κι αυτό, εφόσον ανήκαν στους τυχερούς που επιλέγονταν με κλήρωση.

Για την αμηχανία που αυτή η υπόθεση προκαλεί στους υμνητές του «εθνάρχη», αποκαλυπτικά είναι τα απομνημονεύματα του στενού συνεργάτη του (και πρώτου προέδρου του Ιδρύματος) Κωνσταντίνου Τσάτσου, υπουργού Προεδρίας εκείνη την εποχή.

«Θυμάμαι», γράφει, «πως όταν τότε ανέβαινε επικίνδυνα η λίρα και πανικός φυσούσε στο Χρηματιστήριο, αισθάνθηκα ότι κάτι συνταρακτικό έπρεπε να κάνει η Κυβέρνηση για να σταματήσει το κακό. Κατέβηκα τότε νωρίς το πρωί στο γραφείο του Καραμανλή και του λέω ευθέως: “Θα αναγγείλωμε τη θέσπιση του 'Πόθεν Εσχες’”. Ο Καραμανλής μού απάντησε με ένα οργίλο και ειρωνικό βλέμμα. “Σκεφθήτε το”, του λέω. Την άλλη μέρα το πρωί με κάλεσε ο Καραμανλής: “Πώς το σκέφτηκες αυτό το 'Πόθεν Εσχες;’” Του εξήγησα τι εντύπωση θα κάνει και πως η εντύπωση αυτή θα εκτοπίσει τις άλλες εντυπώσεις. Την ίδια μέρα το συζήτησε και με άλλους συναδέλφους και ανακοινώθηκε το βράδυ η απόφαση της Κυβερνήσεως. Ολοι, και εγώ ακόμα, έκπληκτοι την επομένη πληροφορηθήκαμε ότι η κατρακύλα της δραχμής στο Χρηματιστήριο σταμάτησε. Ολοι μιλούσαν για την έκταση του “Πόθεν Εσχες”. Η μια ανοησία διώχνει την άλλη» («Λογοδοσία μιας ζωής», σ. 347).

Αυτό που ο Τσάτσος συνειδητά αποσιωπά είναι η αρχική «ανοησία» που προκάλεσε την πτώση της δραχμής κι εξοβελίστηκε από την προσχηματική καθιέρωση του «πόθεν έσχες». Οπως διαπιστώνουμε από τις εφημερίδες των ημερών, η εξαγγελία του μέτρου προέκυψε στις 15.12.1960 ως απάντηση σ’ ένα κύμα σκανδάλων που απειλούσε να πνίξει την κυβέρνηση της ΕΡΕ. Η αρχή είχε γίνει με τον υφυπουργό Οικισμού Εμμανουήλ Κεφαλογιάννη, που κατηγορούνταν για ανάμειξη σε καλλιέργεια χασίς και παράνομες ρουλέτες και παραιτήθηκε όταν επιβεβαιώθηκε η εκ μέρους του αντιποίηση της ιδιότητας του δικηγόρου (30.11.1960), η κορύφωση όμως ήρθε με τα «βραχώδη οικόπεδα» της οικογένειας Καραμανλή στη Φιλοθέη, η απόκτηση των οποίων έθιγε την υπόληψη του ίδιου του πρωθυπουργού.

——————————————————————————————————–
ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Κων/νος Σβολόπουλος (επιμ.), «Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αρχείο. Γεγονότα και κείμενα» (12 τ., Αθήνα 1997, εκδ. Ιδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής). Επιλεκτική παρουσίαση ενός τμήματος του αρχείου του «εθνάρχη», με εμφανείς αγιογραφικές προθέσεις. Αποκαλυπτικό, παρ' όλα αυτά, τόσο για την υπόγεια δραστηριότητά του επί χούντας όσο και για τον εκ μέρους του εκβιαστικό περιορισμό της πολιτικής αλλαγής του 1981.

Παύλος Πετρίδης, «Εξουσία και παραεξουσία στην Ελλάδα (1957-1967)» (Αθήνα 2000, εκδ. Προσκήνιο). Τα απόρρητα πρακτικά της συντονιστικής «αφανούς επιτροπής» του καραμανλικού παρακράτους.

Γιάννης Στεφανίδης, «Η ανάπτυξη των μηχανισμών του “αντικομμουνιστικού αγώνος” 1958-1961» (περ. «Μνήμων», τ. 29, 2008, σσ. 199-241). Λεπτομερής ανασύσταση της οικοδόμησης του εθνικόφρονος παρακράτους της ΕΡΕ, με βάση πλούσιο αρχειακό υλικό. Τεκμηρίωση της προσωπικής ευθύνης του Καραμανλή γι’ αυτή την αντιδημοκρατική εξέλιξη.

Ηλίας Νικολακόπουλος, «Κόμματα και βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα 1946-1964» (Αθήνα 1988, εκδ. ΕΚΚΕ). Ανάλυση των εκλογικών αναμετρήσεων της προδικτατορικής περιόδου. Λεπτομερής περιγραφή των μεθόδων και προσπάθεια αποτίμησης της έκτασης παραχάραξης της λαϊκής βούλησης.

Λεωνίδας Παπάγος, «Σημειώσεις 1967-1977» (Αθήνα 1999, εκδ. Ιδρυμα Γουλανδρή-Χορν). Ημερολόγιο του αυλάρχη του βασιλιά Κωνσταντίνου, αποκαλυπτικό για τη στάση του Καραμανλή στη διάρκεια της δικτατορίας.
…………………………………………………………………….
ΔΕΙΤΕ

«Οι δίκες της χούντας» του Θεοδόση Θεοδοσόπουλου (1981). Ντοκιμαντέρ επικεντρωμένο στη διαπλοκή των πραξικοπηματιών του 1967 με την επίσημη προδικτατορική δεξιά. Η προβολή του απαγορεύθηκε επί Ν.Δ., με επίσημη αιτιολογία την προστασία του ονόματος του Κων/νου Καραμανλή, επιτράπηκε δε μόνο μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ και την κατάργηση της προληπτικής λογοκρισίας των δημόσιων θεαμάτων.
  
ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς ios@efsyn.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου