Ανεβαίνω κεντρικό δρόμο της Αθήνας όπως κάθε νύχτα στη μεγάλη μου βόλτα. Στη γωνία ένα σπαρακτικό πλάσμα, όχι πολύ καιρό πριν θα ήταν μια νεαρή γυναίκα...
Τώρα είναι ένα κουβαριασμένο κορμί, με βρώμικες τρύπιες κάλτσες στο κρύο, και μια μισοσκισμένη κουβέρτα στην πλάτη.
Κάθεται χάμω ακουμπώντας σ’ ένα πανάκριβο κοσμηματοπωλείο κοιτάζοντας πάντα το πεζοδρόμιο, και πάντα με την ίδια γκριμάτσα πόνου που με σφαζει και να τη σκέφτομαι...
Σήμερα έχω ένα ευρώ.
Της το βάζω στο κουπάκι και προχωράω γιατί ποτέ δεν σηκώνει τα μάτια της.
Πιο πάνω γυρίζω το βλέμμα μου δεξιά...
Φτάνω σ’ ένα άλλο κοσμηματοπωλείο, που δε με νοιάζει να δω τη βιτρίνα του, αλλά μέσα απ' τα γυαλιστερά ασημικά και τα λαμπερά μπριγιάν στο βάθος, χαζεύω πάλι τη φωτογραφία του Αλέξη, του Αλέξη μας...τεράστια...όμορφη πάνω στο γραφείο, σ’ έναν απ’ τους πιο ακριβούς δρόμους της Αθήνας.
Είναι βλέπεις και Αλέξης της μάνας του...
Όμως εγώ πάντα βουρκώνω να τον αφήνω εκεί μονάχο του ανάμεσα στα άθλια φαντάσματα του Ντιορ και του Λουι Βιτόν...
Φτάνω στο σπίτι και τα πρώτα λόγια που ακούω είναι: «Μαμά... είναι και του παππού το ψυγείο άδειο».
Λέω ψέματα: «Πληρώθηκα κορίτσι μου. Τι θέλεις να σου πάρω;» «Δεν ξέρω...» απαντάει διστακτικά. «Πώς δεν ξέρεις; Τι θα ήθελες δηλαδή να έχει ένα γεμάτο ψυγείο;» «Δεν ξέρω σου λέω μαμά... Ξέρεις πόσο καιρό έχω να δω γεμάτο ψυγείο; ...Έχω ξεχάσει πώς είναι!»
Αυτά ρε κωλάρχιδα είναι τρομοκρατία. Όχι ο Σακκάς κι ο Θεοφίλου.
kokinorodo.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου